- δεκτικός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να δεχτεί κάτι, να πράξει κάτι, δεν αποκλείει και δεν απορρίπτει: Είναι ένα παιδί πολύ δεκτικό στη μάθηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεκτικός — fit for receiving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικός — ή, ό (AM δεκτικός, ή, όν) 1. αυτός που είναι κατάλληλος να δεχθεί, να λάβει ή να χωρέσει κάτι («το πλοίο δεν είναι δεκτικό μεγάλου φορτίου») 2. ο επιδεκτικός, όποιος παρουσιάζει κλίση, ικανότητες ή εχέγγυα για κάτι («δεκτικός εξελίξεως»,… … Dictionary of Greek
δεκτικά — δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc pl δεκτικά̱ , δεκτικός fit for receiving fem nom/voc/acc dual δεκτικά̱ , δεκτικός fit for receiving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικώτερον — δεκτικός fit for receiving adverbial comp δεκτικός fit for receiving masc acc comp sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικῶν — δεκτικός fit for receiving fem gen pl δεκτικός fit for receiving masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικόν — δεκτικός fit for receiving masc acc sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικώτατον — δεκτικός fit for receiving masc acc superl sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικαῖς — δεκτικός fit for receiving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικαί — δεκτικός fit for receiving fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικοῖς — δεκτικός fit for receiving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)